1. Γιατί υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην πρόσβαση σε κάθε χώρο και δεν ισχύουν ενιαίοι κανόνες;
Η διαφοροποίηση σχετίζεται με τον βαθμό αναγκαιότητας κάθε δραστηριότητας για τον άνθρωπο. Σε απολύτως αναγκαίες για την ζωή των πολιτών δομές, όπως υγειονομικές και σούπερ μάρκετ, δεν μπορεί να υπάρξει περιορισμός στην πρόσβαση, αλλά μόνο μέτρα προφύλαξης.
2. Γιατί δεν υπάρχουν μέτρα για τις Εκκλησίες;
Οι χώροι λατρείας, όπου εκδηλώνεται η θρησκευτική πίστη, δεν μπορεί να εξομοιώνεται με ένα κοινό κατάστημα, αλλά προσιδιάζει στις αναγκαίες δομές. Εφαρμόζονται, πάντως, περιορισμοί με υποχρεωτική χρήση μάσκας από τους πιστούς, με ένα άτομο ανά 15 τετραγωνικά μέτρα και μέγιστο αριθμό 100 πιστών.
3. Γιατί διακρίνονται οι χώροι εστίασης από τους χώρους πολιτισμού;
Υπάρχουν δύο λόγοι που διαφοροποιούν τα εστιάτορα, τα καφέ – μπαρ από τα μουσεία, τους αρχαιολογικούς χώρους, τα θέατρα και τους κινηματογράφους. Ο πρώτος είναι ότι η πρόσβαση στον πολιτισμό συνιστά στοιχείο ανάπτυξης της προσωπικότητας μας και άρα θα πρέπει να διασφαλίζονται όροι ευρύτερης δυνατής πρόσβασης. Ο δεύτερος είναι ότι στους χώρους πολιτισμού οι επισκέπτες και οι επισκέπτριες φορούν μάσκα και καταρχήν δεν συνομιλούν.
4. Γιατί δεν επιτρέπεται πρόσβαση στην εστίαση σε ανεμβολιαστους πολίτες με τεστ;
Το τεστ αποτελεί τη φωτογραφία μιας στιγμής σε σχέση με τον ιό. Είναι απολύτως δυνατόν κάποιος να έχει νοσήσει και το τεστ προ 24 ωρών να είναι αρνητικό, είτε επειδή εμπίπτει στο όριο τους στατιστικού λάθους είτε επειδή νόσησε μετά το τεστ. Συνεπώς, μόνο όπου βρίσκονται αποκλειστικά άτομα που έχουν αναπτύξει αντισώματα, δηλαδή εμβολιασμένοι και νοσήσαντες, διασφαλίζεται ένα σχετικά πιο ασφαλές περιβάλλον, ιδίως μάλιστα σε μέρη όπου οι πελάτες δεν φορούν μάσκα.
5. Πώς εξηγείται να συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο εστίασης θαμώνες μόνο εμβολιασμένοι, αλλά και εργαζόμενοι που δεν είναι υποχρεωτικά εμβολιασμένοι;
Δεν είναι η ίδια η φύση της παρουσίας των δύο κατηγοριών προσώπων. Οι θαμώνες βρίσκονται στον χώρο για αμιγή ψυχαγωγία, ενώ οι εργαζόμενοι ασκούν μια αναγκαία για την επιβίωσή τους λειτουργία. Άρα η διαφοροποίηση αναγκαίου και μη αναγκαίου είναι προφανής. Επιπλέον, οι ανεμβολίαστοι/-ες εργαζόμενοι/-ες στα καταστήματα αυτά τηρούν πολύ αυστηρούς όρους προφύλαξης με δύο τεστ εβδομαδιαία και υποχρεωτική χρήση μάσκας καθολη τη διάρκεια της βάρδιας τους.
6. Γιατί σε ορισμένους χώρους οι εργαζόμενοι και οι εργαζομενες υποχρεούνται σε δύο τεστ εβδομαδιαία και σε άλλους ένα;
Ο αριθμός των απαιτούμενων εργαστηριακών τεστ εξαρτάται από τη μεταδοτικότητα που παρουσιάζει κάθε χώρος εργασίας, σε σχέση είτε με τον συγχρωτισμό που αναπτύσσεται, είτε με την αμεσότητα στην επαφή πελατών και εργαζομένων, είτε με την επαφή των εργαζομένων με μέσα και υλικά, όπως φαγώσιμα είδη. Εύλογο είναι για αυτό να απαιτούνται δύο τεστ για εκπαιδευτικές δομές και χώρους εστίασης και ένα σε λιγότερους επικίνδυνους χώρους εργασίας.
7. Θα πρέπει να επεκταθεί η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού και σε άλλες κατηγορίες πληθυσμού;
Ο εμβολιασμός αποτελεί το πλέον ισχυρό όπλο ευρείας κλίμακας κατά της πανδημίας. Δυστυχώς, η σταδιακά φθίνουσα ζήτηση έχει ως αποτέλεσμα να απέχουμε ακόμη από τον στόχο που θα μας οδηγήσει σε ανοσία πληθυσμού. Το πρώτο βήμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού περιελάμβανε τους εργαζόμενους/-ες σε δομές φροντίδας ηλικιωμένων, δομές φροντίδας ΑμεΑ και υγειονομικές δομές, για λόγους που είναι προφανείς.
Το ενδεχόμενο να επεκταθεί η υποχρεωτικότητα και σε άλλες κατηγορίες πληθυσμού, ιδίως όσων εργάζονται σε πεδία εν δυνάμει υπερμετάδοσης ή σε κρίσιμες για τη χώρα υποδομές, παραμένει ανοιχτό και θα αξιολογηθεί σε συνάρτηση με τα ποσοστά του εμβολιασμού που θα προκύπτουν σε κάθε κατηγορία και τις εκάστοτε ανάγκες, δεδομένου, μάλιστα, ότι τα εμβόλια σταδιακά λαμβάνουν οριστική άδεια, όπως συνέβη με το εμβόλιο της Pfizer από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων των Η.Π.Α..
8. Είναι τα μέτρα αντισυνταγματικά;
Το Κράτος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, οφείλει να μεριμνά για την υγεία των πολιτών και δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους κοινωνικής αλληλεγγύης. Η ιδιωτική αυτονομία δεν μπορεί να φτάνει στο σημείο να τίθεται σε κίνδυνο η δημόσια υγεία και η ευημερία της χώρας.
Τα μέτρα που έχουν ληφθεί τηρούν το αναγκαίο μέτρο και είναι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Ο μεν υποχρεωτικός εμβολιασμός περιορίζεται όπου κρίνεται ότι υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος μετάδοσης και νόσησης. Τα δε μέτρα πρόσβασης σε χώρους συγκέντρωσης του κοινού διαβαθμίζονται, πρώτον ανάλογα με το κάθε πεδίο, τον βαθμό επικινδυνότητάς του και τον αναγκαίο ή μη χαρακτήρα του και, δεύτερον, ανάλογα με τον κίνδυνο που κάθε πρόσωπο έχει στο να μεταδώσει τον ιό.
Για τα θέματα αυτά, η νομολογία είναι σαφής: Επιτρέπεται ο υποχρεωτικός εμβολιασμός ως προϋπόθεση για την πρόσβαση στην τυπική εκπαίδευση και για την κατάληψη θέσης εργασίας σε κρίσιμες κρατικές υποδομές, όπως η ΕΜΑΚ και δομές κοινωνικής προστασίας. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει επίσης κρίνει σύμφωνη με τη Σύμβαση εθνικά προγράμματα υποχρεωτικού εμβολιασμού.
9. Συνιστούν τα μέτρα διχασμό της κοινωνίας;
Σήμερα υπάρχει καθολική και άμεση πρόσβαση σε εμβόλιο της επιθυμίας του καθενός και της καθεμιας. Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι η πιθανότητα να νοσήσει κάποιος/-α ανεμβολίαστος/-η είναι υπερπολλαπλάσια έναντι ενός/μιας εμβολιασμένου/-ης, ενώ το Σύστημα Υγείας πιέζεται λόγω της νόσησης των μη εμβολιασμένων, καθώς περισσότερο από το 90% των ασθενών Covid σε Μ.Ε.Θ. είναι ανεμβολίαστοι.
Με αυτά τα δεδομένα δεν υπακούει σε καμία λογική ούτε είναι ηθικό να επιβάλλονται καθολικοί περιορισμοί που θα καταλαμβάνουν τόσο τους ανεμβολίαστους όσο και τους εμβολιασμένους. Ο διχασμός δεν προκαλείται όταν μεριμνάς για τη δημόσια υγεία θέτοντας ανάλογες προϋποθέσεις, αλλά, αντιθέτως, όταν δεν διασφαλίζεις σε εκείνους που φροντίζουν για τον εαυτό τους και τους άλλους την κανονική τους ζωή. Την απάντηση τη δίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας μνημονεύοντας ρητά ότι συνταγματικά δεν υφίσταται ταυτότητα συνθηκών μεταξύ εμβολιασμένων και μη εμβολιασμένων.
10. Ποιος είναι ο πραγματικός δείκτης κινδύνου για τους ανεμβολιαστους πολίτες;
Κάποιοι -ευτυχώς λίγοι- αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων ως προς τον κίνδυνο βαριάς νόσησης επικαλούμενοι τους απόλυτους αριθμούς των εμβολιασμένων πολιτών που νοσούν και είναι διασωληνωμένοι σήμερα στις Μ.Ε.Θ. Κάνουν λάθος.
Εάν -για παράδειγμα- έχουμε ένα χωριό με 1.000 κατοίκους ηλικίας 60 ετών και άνω, εκ των οποίων οι 800 έχουν εμβολιαστεί και οι 200 όχι, στις Μ.Ε.Θ. από αυτό το χωριό, θα νοσηλεύονταν 8 κάτοικοι που έχουν κάνει το εμβόλιο και 4 που δεν το έχουν κάνει. Αν γίνει μια διαίρεση, μια στατιστική αναγωγή, του αριθμού των εμβολιασμένων διασωληνωμένων προς τον αριθμό των εμβολιασμένων κατοίκων του χωριού, δλδ 8/800=1%. Και αντίστοιχα άλλη μια διαίρεση των ανεμβολίαστων διασωληνωμένων προς τους ανεμβολιαστους κατοίκους, δλδ 4/200=2%. Προκύπτει επομένως ότι οι ανεμβολίαστοι έχουν στατιστικά τον διπλάσιο κίνδυνο να κολλήσουν και να διασωληνωθούν από τους εμβολιασμένους.
Το παράδειγμα αντικατοπτρίζει και την κατανομή των εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων πολιτών στις ηλικίες 60 ετών και άνω, καθώς το 80% του πληθυσμού αυτής της ομάδας, περίπου 2,4 εκ. σε σύνολο 3 εκ. πολιτών, έχει εμβολιαστεί. Στην πραγματικότητα, οι περίπου 600.000 ανεμβολίαστοι πολίτες αυτής της ηλικιακής ομάδας δεν έχουν απλά διπλάσιες πιθανότητες να διασωληνωθούν αν νοσήσουν, αλλά 20 φορές περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν πολύ βαριά σε σχέση με τους εμβολιασμένους συμπολίτες τους.
Άρα αν οι διασωληνωμένοι που είναι σήμερα ανεμβολίαστοι και άνω των 60 ετών είχαν κάνει όλοι το εμβόλιο θα είχαμε 9 διασωληνώσεις (170/20) σε αυτή την ηλικιακή ομάδα αντί των 170, και συνολικά περίπου 50 αντί για 332 όπως είχαμε χθες Τετάρτη.
Τα εμβόλια, συνεπώς, έχουν υψηλό βαθμό αποτελεσματικότητας αλλά είναι προφανές ότι όσο αυξάνεται ο αριθμός των εμβολιασμένων πολιτών θα αυξάνεται σε απόλυτους αριθμούς και ο αριθμός εκείνων που νοσούν από COVID καθώς ο βαθμός νοσηρότητας συνδέεται και με άλλες υποκείμενες ασθένειες που έχει ένας φορέας του ιού. Στατιστικά και πραγματικά όμως είναι και θα είναι πολύ λιγότεροι από όσους θα είχαν νοσήσει βαριά αν δεν είχαμε το εμβόλιο.
Ακόμη κι αν είχαμε εμβολιάσει κατά 100% τον πληθυσμό δεν θα εξαφανίζαμε εντελώς τον ιό. Το εμβόλιο μειώνει αλλά δεν εξαφανίζει τις πιθανότητες νόσησης. Θα συνεχίσουμε να κολλάμε δηλαδή και ως εμβολιασμένοι, όπως συμβαίνει με τον ιό της γρίπης, αλλά αυτό θα συμβαίνει σε πολύ μικρότερο βαθμό και με πιο ήπια συμπτώματα για τους περισσότερους από εμάς.
Αυτό που κάνει τα εμβόλια επιτυχημένα είναι ότι μειώνει πολύ σημαντικά τις πιθανότητες βαριάς νόσησης και θανάτου, όπως δείχνουν τα πρόσφατα στοιχεία του ΕΟΔΥ.