Η τρίτη έκθεση προόδου του Παρατηρητηρίου αφορά το διάστημα 27 Μαΐου- 3 Ιουνίου με στόχο να διαπιστωθεί κατά πόσο οι τάσεις στους βασικούς άξονες παρατήρησης που είχαν ήδη διαφανεί από την πρώτη και τη δεύτερη έκθεση επαληθεύονται ή αντιστρέφονται με την προσθήκη ολοένα και περισσότερων δεδομένων.
Στον άξονα της υγείας και της πολιτικής προστασίας εδραιώνεται περαιτέρω η καλή επιδημιολογική πορεία της χώρας, παρά την άρση των μέτρων και την αυξημένη πληθυσμιακή κινητικότητα που αυτή επέφερε. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος των ημερήσιων κρουσμάτων διατηρήθηκε στα 6 κρούσματα ανά ημέρα, σταθερός σε σχέση με την δεύτερη έκθεση προόδου. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων τα νέα κρούσματα σε ημερήσια βάση κυμάνθηκαν σε χαμηλό μονοψήφιο αριθμό. Οι όποιες εξάρσεις, όπως π.χ. τα 12 κρούσματα σε σύνολο 91 επιβατών που ενυπήρχαν στην πτήση από την Ντόχα του Κατάρ στις 01.06, διαγνώστηκαν, ιχνηλατήθηκαν και απομονώθηκαν έγκαιρα. Το τελευταίο γεγονός ανέδειξε και την αντανακλαστική ετοιμότητα του ΕΟΔΥ και της Πολιτικής Προστασίας εν όψει και της τουριστικής περιόδου.
Το πλήθος των ασθενών στις ΜΕΘ διολίσθησε στους 11 και ο μέσος όρος του αριθμού των θανάτων παρέμεινε σταθερός στο 1. Υπό αυτό το πρίσμα, ο ρυθμός διπλασιασμού τόσο των κρουσμάτων όσο και των θανάτων ανήλθε στις 61 και 53 μέρες αντίστοιχα, σημειώνοντας πρόσθετη επιβράδυνση σε σχέση με μια εβδομάδα νωρίτερα. Συγχρόνως το Rt παρέμεινε μικρότερο του 0,5, ενισχύοντας περαιτέρω την εικόνα περί περιορισμένης διασποράς της νόσου στην Ελλάδα.
Παράλληλα, παγιώνεται ο υψηλός αριθμός ημερησίων τεστ περί τις 3,000 ως κυλιόμενος μέσος όρος 7 ημερών. Το πλήθος των τεστ ανά χίλιους κατοίκους αυξήθηκε περαιτέρω σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα, από 14,87 σε 17,51. Δεδομένης της τρέχουσας εξάπλωσης του ιού στη χώρα με Rt μικρότερο του 0,5, το πλήθος των διενεργούμενων τεστ είναι αρκετά υψηλό. Πιο συγκεκριμένα, και για το μεσοδιάστημα μεταξύ δεύτερης και τρίτης έκθεσης προόδου στην Ελλάδα διενεργούνται 513,73 τεστ ανά θετικό κρούσμα, όταν π.χ. στην Αυστρία το αντίστοιχο νούμερο πλησίασε το 228,3,48, με τη διασπορά να ισοδυναμεί με 0,53 κρούσματα και 3,22 θετικά κρούσματα ανά ημέρα και ανά εκατομμύριο κατοίκους αντίστοιχα.
Η κινητικότητα του πληθυσμού ενισχύθηκε περαιτέρω σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα σε όλο το φάσμα της κοινωνικής δραστηριότητας σε σχέση με τον Απρίλιο, εκτός από τον παραμονή στην κατοικία που κατέγραψε μείωση περίπου το -12%. Μεγαλύτερη αύξηση σημείωσε η μετάβαση σε πάρκα με 83%. Ακολούθησαν η μετάβαση σε καταστήματα με 30% και για είδη α’ ανάγκης όπως τα τρόφιμα και τα φάρμακα με 19%. Η χρήση ΜΜΜ ενισχύθηκε ελαφρά στο συν 28%. Παρότι, ένα σημαντικό κομμάτι της τήλε-εργασίας παρέμεινε σε ισχύ, το άνοιγμα συγκεκριμένων καταστημάτων ενίσχυσε περαιτέρω τη μετάβαση σε χώρους εργασίας κατά 25%. Συνολικά η πληθυσμιακή κινητικότητα σε σχέση με τον Απρίλιο ενισχύθηκε κατά 29%, με μόνο την τελευταία εβδομάδα να σημειώνεται μια περαιτέρω αύξηση κατά 4%. Η γενικότερη αύξηση στην πληθυσμιακή κινητικότητα αποτυπώνεται και στις επικυρώσεις εισιτηρίων του ΟΑΣΑ που βελτιώθηκαν από το -56% σε σχέση με πέρυσι στο -52% για τις αντίστοιχες εβδομάδες του Μαΐου.
Η προσέλευση των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μειώθηκε περαιτέρω σε σχέση με τη δεύτερη έκθεση προόδου του Παρατηρητηρίου. Μεγαλύτερη μείωση σημείωσε η προσέλευση των μαθητών Λυκείου, κατά 7%, ενώ η αντίστοιχη του Γυμνασίου κατά 2%. Η Αττική, Δυτική Ελλάδα, Θεσσαλία και η Ήπειρος έχουν τα μεγαλύτερα ποσοστά απόντων, σε αντίθεση με τα νησιά Βορείου Αιγαίου και της Κρήτης όπου εξακολουθούν να σημειώνονται οι λιγότεροι απόντες. Επιπρόσθετα, στους εκπαιδευτικούς παρατηρείται μείωση της τάσης χορήγησης ειδικών αδειών που σχετίζονται με COVID-19. Συγκεκριμένα, οι απουσίες των εκπαιδευτικών μειώθηκαν κατά 3%.
Σε ό,τι αφορά πρόδρομους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, συντηρείται μια σημαντική πτώση σε κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας που εξακολουθεί να βρίσκεται στο -8% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο από την αρχή του έτους μέχρι την τρέχουσα ημερομηνία. Αξίζει όμως να σημειωθεί πως ενώ από τα μέσα Μαΐου η μείωση κατανάλωσης είχε περιοριστεί σε μονοψήφια νούμερα με διαρκώς καθοδική τάση, αυτή η τάση εν μέρει αντιστράφηκε, πιθανόν και λόγω της πτώση της θερμοκρασίας στη χώρα σε σχέση με δύο εβδομάδες νωρίτερα.
Ο όγκος των ηλεκτρονικών συναλλαγών για το τρίμηνο Μαρτίου-Απριλίου-Μαΐου έχει εμφανίσει αύξηση 12% σε σχέση με πέρυσι, ενώ μόνο για το Μάιο μέχρι στιγμής η αύξηση διαμορφώνεται στο 18%. Τα ποσοστά αυτά επιβεβαιώνουν τα ευρήματα των πρώτων δύο εκθέσεων προόδου του Παρατηρητηρίου, όπου γινόταν λόγος για μια διαφαινόμενη και σημαντική επαύξηση του όγκου των ηλεκτρονικών συναλλαγών και μια γενικότερη μεταστροφή των πολιτών προς τα ηλεκτρονικά κανάλια από τα μετρητά. Η τάση αυτή δείχνει να παγιώνεται.
Η αύξηση στον όγκο των ηλεκτρονικών συναλλαγών συνοδεύτηκε με περαιτέρω μείωση στην αξία τους. Συγκεκριμένα, η αξία μειώθηκε κατά -1,2% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα Μαρτίου-Απριλίου-Μάιου. Το ποσοστό αυτό έχει παραμείνει σταθερό σε σχέση με τη δεύτερη έκθεση προόδου. Ειδικότερα εξ όσων φαίνεται κατά το Μάιο η αξία των συναλλαγών έχει μειωθεί κατά 7% σε σχέση με πέρυσι. Συνεπώς, σε σχέση με τη δεύτερη έκθεση προόδου σημειώθηκε μια αύξηση της αξίας συναλλαγών κατά 2%.
Η μεταστροφή των καταναλωτικών δαπανών αποτυπώνεται και στα στοιχεία για ηλεκτρονικές συναλλαγές από τις συστημικές τράπεζες. Συγκεκριμένα για την περίοδο μεταξύ 23 Μαρτίου, οπόταν επιβλήθηκαν τα αυστηρά μέτρα περιορισμού, ως 28 Μαΐου 2020 και σε σύγκριση πάντα με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, διαπιστώνεται παγιωμένη μείωση -17% στο ύψος της διατραπεζικής δαπάνης μέσω mobile, internet banking καθώς και κάρτες. Συνεπώς, διαπιστώνεται μια σταθεροποίηση σε σχέση με την δεύτερη έκθεση προόδου αν και το ποσοστό του Μαΐου διαμορφώθηκε στο -8,2% σε σχέση με τον περσινό, δηλαδή μια περαιτέρω επιδείνωση της τάξης του -0,7%. Η αύξηση στις δαπάνες τηλεπικοινωνίων σε σχέση με πέρυσι είναι της τάξης του 10%, ενώ, στην ενέργεια σημειώνεται μείωση -12%.
Στο μεσοδιάστημα της δεύτερης και τρίτης έκθεσης πρόοδου του παρατηρητηρίου ανακοινώθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδας στοιχεία που αφορούν την πορεία των χορηγήσεων και των καταθέσεων της εγχώριας οικονομίας για τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο σε σχέση με τους αντίστοιχους περσινούς. Σε ό,τι αφορά το σκέλος των χορηγήσεων παρατηρείται αυξητική τάση και για το Μάρτιο και για τον Απρίλιο. Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο του 2020, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης της εγχώριας οικονομίας αυξήθηκε σε 2,1% από 0,7% τον προηγούμενο μήνα, ενώ η μηνιαία καθαρή ροή ήταν θετική κατά 2.570 εκατ. ευρώ, έναντι θετικής καθαρής ροής 3.689 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα. Η μηνιαία καθαρή ροή της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις, τον Απρίλιο του 2020, ήταν θετική κατά 265 εκατ. ευρώ, έναντι θετικής καθαρής ροής 1.856 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα και ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής αυξήθηκε σε 4,1% από 3,6% τον προηγούμενο μήνα.
Στο σκέλος των καταθέσεων σημειώνεται ακόμη μεγαλύτερη αύξηση. Συγκεκριμένα για τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο καταγράφηκε μεσοσταθμική αύξηση 7,4% σε σχέση με πέρυσι. Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του συνόλου των καταθέσεων μειώθηκε σε 6,8% από 8,0% τον προηγούμενο μήνα και η μηνιαία καθαρή ροή ήταν αρνητική κατά 2.683 εκατ. ευρώ, έναντι θετικής καθαρής ροής 5.150 εκατ. ευρώ το Μάρτιο του 2020. Αύξηση κατά 1.584 εκατ. ευρώ παρουσίασαν, τον Απρίλιο του 2020, οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων, έναντι αύξησης κατά 1.341 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα, με αποτέλεσμα ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής να αυξηθεί σε 7,1% από 6,5% τον προηγούμενο μήνα. Η αύξηση, ιδίως στα νοικοκυριά, είναι συμβατή με περιορισμένες επιλογές κατανάλωσης, αποφυγή μη αναγκαίων συναλλαγών λόγω συνεχιζόμενης αυξημένης επαγρύπνησης έναντι του υιού, και με αβεβαιότητα στην καταναλωτική συμπεριφορά και στο γενικότερο δείκτη οικονομικής εμπιστοσύνης.
Για τον τελευταίο δείκτη η πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ ανέδειξε πτώση της τάξεως των 10 μονάδων για τον Μάιο, με την τιμή του να διαμορφώνεται στο 88,5 έναντι 99,3 μονάδων των προηγούμενο μήνα. Κατά το διάστημα Μαρτίου – Μαϊου 2020, ο δείκτης οικονομικής εμπιστοσύνης στην Ελλάδα παρουσιάζει σημαντικά μικρότερη μείωση (-24.7) σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (-35.9 και -36.3 αντίστοιχα). Ειδικότερα στη βιομηχανία το αρνητικό ισοζύγιο για τις παραγγελίες και τη ζήτηση ενισχύθηκε, ενώ ο δείκτης εκτιμήσεων για αποθέματα διογκώθηκε. Στις κατασκευές οι αρνητικές προβλέψεις για πρόγραμμα παραγωγής ενισχύθηκαν. Στο λιανικό εμπόριο οι εκτιμήσεις για τις τρέχουσες πωλήσεις επιδεινώνονται αισθητά, όπως και οι προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη τους, ενώ, τα αποθέματα διογκώνονται.
Το πλήθος διασαφήσεων για εισαγωγές εμπορευματοκιβωτίων ως ένας πρόδρομος δείκτης ζήτησης σημείωσε μείωση της τάξης του 3%, σε σχέση με την δεύτερη έκθεση προόδου. Συγκεκριμένα η πτώση από 35% σε σχέση με τον περσινό Μάϊο, επεκτάθηκε στο 38%. Ομοίως για τις εξαγωγές, που σε σχέση με την πρoηγούμενη έκθεση προόδου μειώθηκαν κατά 4%. Δεδομένης της ιστορικής χρονοσειράς των κινήσεων των εμπορευματοκιβωτίων, και της εποχικότητας αυτής, ενδεχόμενα εντός του Ιουνίου η τάση απομείωσης να περιοριστεί.
Εν κατακλείδι, τα ευρήματα της τρίτης έκθεσης προόδου του Παρατηρητηρίου συνάδουν με αυτά της δεύτερης. Δε διαπιστώνεται επιδείνωση στο υγειονομικό σκέλος παρά τη σταδιακή άρση των μέτρων με το κυλιόμενο μέσο όρο των κρουσμάτων και των θανάτων να μένουν σταθεροί και τους νοσηλευόμενους σε ΜΕΘ να μειώνονται περαιτέρω. Στο οικονομικό σκέλος η πλειοψηφία των πρόδρομων δεικτών δε σημειώνει αξιόλογη μεταβολή. Οι ρυθμοί μεταβολής χορηγήσεων και καταθέσεων είναι έντονα θετικοί, ενώ παράλληλα, ο δείκτης του κλίματος οικονομικής εμπιστοσύνης μειώθηκε. Οι τάσεις αυτές αποτυπώνουν την εν γένει αναμονή που κυριαρχεί στο πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας παρά την εδραίωση της καλής επιδημιολογικής εξέλιξης.